Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

άνθρωποι καλής

  • 1 θέληση

    [-ις (-εως)] η
    1) воля, желание;

    παρά τη θέλησή μου — вопреки моей воле, помимо моего желания;

    2) расположение, готовность (сделать что-л.);

    άνθρωποι καλής θέλησης — люди доброй воли;

    3) сила воли, твёрдость характера; настойчивость;

    άνθρωπος με θέληση — человек с сильным характером, волевой человек;

    άνθρωπος χωρίς θέληση — безвольный, слабохарактерный человек

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > θέληση

  • 2 καλός

    η, ό[ν] 1
    1) хороший (в раэн. знач);

    καλ εργάτης (μαθητής, άνθρωπος) — хороший рабочий (ученик, человек);

    καλό φόρεμα — хорошее, красивое платье;

    καλός πίνακας — хорошая картина;

    καλός καιρός — хорошая погода;

    καλός άνεμος — сильный ветер;

    καλή φήμη — добрая слава, доброе имя;

    καλό φάρμακο — эффективное средство (о лекарстве);

    2) (в пожеланиях):

    ώρα καλή! — а) в добрый час!, счастливого пути!; — б) ирон. скатертью дорога;

    καλό ταξίδι! — счастливого путешествия, счастливого пути!;

    καλή αντάμωση — до свидания;

    § καλό μούτρο — негодяй;

    άνθρωποι καλής θέλησης — люди доброй воли;

    είμαι ( — или βρίσκομαι) στίς καλές μου — быть в хорошем настроении, в хорошем расположении духа;

    βλέπω με καλό μάτι — хорошо, благожелательно относиться;

    του τα είπα ( — или έψαλα) από την καλή — я ему сказал об этом напрямик;

    καλό και τούτο — этого ещё не хватало;

    μιά και καλή — раз навсегда;

    καλέ! — послушай, дружище! (в обращении);

    καλ κι' αυτός! ирон. — ну и хорош!;

    καλή ώρα σαν... — ну прямо как... (в сравнениях);

    ο καλός καλο δεν έχει — погов, хорошим людям часто не везёт;

    2.
    1) (о, η):

    ο καλός μου — любимый мой;

    η καλή μου — любимая моя;

    2) (η) лицевая сторона (одежды, ткани)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > καλός

См. также в других словарях:

  • Ρομέν, Ζιλ — (Romains, ψευδώνυμο του Louis Farigoule, Σεν Ζιλιέν Σαπτέιγ, O Λουάρ 1885). Γάλλος συγγραφέας. Εμφανίστηκε πρώτα ως ποιητής: Η ομόφωνη ζωή (La vie unanime, 1908), μια από τις πρώτες συλλογές του, είναι μια συμβολή του στον ουνανιμισμό, στον χώρο… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Νοτιοαφρικανική Δημοκρατία — Κράτος της νοτίου Αφρικής. Συνορεύει Α με τη Μοζαμβίκη και τη Σουαζιλάνδη, Β με τη Ναμίμπια, τη Μποτσουάνα και τη Ζιμπάμπουε, Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό, Ν και Α από τον Ινδικό ωκεανό.Εντός των συνόρων της Ν. Δ. και στο νοτιοανατολικό… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • Αιθιοπία — Κράτος της ανατολικής Αφρικής.Συνορεύει στα Β και στα Δ με το Σουδάν, στα Ν με την Κένυα, στα ΝΑ με τη Σομαλία και στα ΒΑ με το Τζιμπουτί και την Ερυθραία.Μετά την απόσπαση της Ερυθραίας (1993), η Α. (αιθιοπ. Γιατγιόπια Μανγκουίστ) δεν έχει πλέον …   Dictionary of Greek

  • Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… …   Dictionary of Greek

  • Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»